- νοησιαρχικός
- νοησιαρχικός, -ή, -ό και νοησιοκρατικός, -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοησιαρχία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νοησιαρχικός — ή, ό [νοησιαρχία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοησιαρχία, αλλ. νοησιοκρατικός … Dictionary of Greek
νοησιοκρατικός — ή, ό [νοησιοκρατία] νοησιαρχικός … Dictionary of Greek
νοησιοκρατικός — ή, ό βλ. νοησιαρχικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)